Saturday, February 16, 2008

Κι όμως, κυλάει...

Νομίζω οι περισσότεροι από εμάς σκεφτόμαστε τον χρόνο ως κάτι απόλυτο, καταλυτικό και ανεξέλεγκτο. Κανείς δε μπορεί να τον χαλιναγωγήσει, ούτε να τον υποτάξει. Ο χρόνος είναι αμείλικτος. Δεν έχει αισθήματα, ούτε ευαισθησίες. Ίσως...

Κάποιες φορές όμως σταματά... Ναι, ο χρόνος μπορεί να σταματήσει σε ένα γεγονός, σε μία πληγή που ο ίδιος ίσως έχει προκαλέσει. Έχω να πω μια ιστορία, πολύ πρόσφατη, αλλά πολύ αληθινή...

Μια φορά κι έναν καιρό (συνήθως έτσι αρχίζουν οι παραμυθάδες) ήταν δύο άνθρωποι που μοιράζονταν κάτι πολύ σημαντικό σε διαφορετικό επίπεδο ο καθένας, χωρίς να έχουν γνωριστεί ποτέ. Χωρίς να έχουν ανταλλάξει ούτε μία ματιά. Ωστόσο, αγαπούσαν πολύ το ίδιο πράγμα με διαφορετικό τρόπο ο καθένας. Ήταν άνθρωποι απλοί, της καθημερινότητας, χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Η διαφορά τους, εκτός από κάποια χρονάκια, ήταν ο ένας είχε δημιουργήσει αυτό που αγαπούσαν, ενώ ο άλλος το αγάπησε στην πορεία.

Δυστυχώς, κάποια στιγμή το "αντικείμενο" της αγάπης τους καταστράφηκε. Χωρίς καμία προφανή αιτία ή προειδοποίηση. Ήταν από αυτά τα σενάρια που λες "ας μη μου τύχει"! Κι όμως, δεν έχουμε τον έλεγχο των πάντων...

Αρχικά, αυτή η απώλεια έφερε κοντά τους δύο ανθρώπους. Προσπαθούσαν να κρατήσουν ο ένας τον άλλο. Να αλληλοστηριχθούν μετά από την κοινή τους απώλεια. Όμως, η καθημερινότητα; η ανάγκη; ο χρόνος; απομάκρυναν τον έναν από τον άλλο.

Και οι μήνες κύλισαν και ήρθε η στιγμή για τον δεύτερο άνθρωπο να χάσει κάτι. Όχι αυτό που αγαπούσε απλώς, αλλά αυτό που του έδωσε και του έδινε για τόσα χρόνια πνοή... Και ήταν σκληρό - κάθε που χάνουμε κάτι το οποίο θεωρούσαμε "σταθερά" στη ζωή μας, ένα κομμάτι μας φεύγει μαζί του. Αυτή τη φορά όμως τα πράγματα λειτούργησαν διαφορετικά. Η "στήριξη" δεν προήλθε από τον πρώτο άνθρωπο. Για την ακρίβεια, ο δεύτερος άνθρωπος δεν ζήτησε βοήθεια από κανέναν και όταν κάποια στιγμή "έσπασε" στράφηκε μέσα του για βοήθεια, ενώ είχε πάντα δίπλα του δικούς του.

Πέρασαν ακόμα κάποιοι μήνες, πέρασε ο χρόνος... Οι δύο άνθρωποι δεν μίλησαν ποτέ ξανά μέχρι εκείνο το πρωί... Ήταν απρόσμενο, αλλά συγκινητικό. Για τον δεύτερο ο χρόνος είχε γίνει καπνός. Οι ποροτεραιότητές του άλλαξαν, η ζωή πήρε μία άλλη τροπή. Η ηρεμία είχε επανέλθει και έμοιαζαν όλα φυσιολογικά. Σχεδόν είχε ξεχάσει (ή μάλλον, είχε αποδεχτεί) τις απώλειες και είχε προχωρήσει παρακάτω... Όχι, όμως, και για τον άλλο... Κι εκείνο το πρωί, σε μία πικρή "επέτειο", το τηλεφώνημα ήρθε για να καταρρίψει το απόλυτο του χρόνου...

Η ιστορία αυτή, όσο βαρετή κι αν ήταν (ποτέ δεν τα κατάφερνα καλά με τις αφηγήσεις), δεν έχει κάποιο τέλος. Ήταν μια σειρά από σκέψεις και συναισθήματα τα οποία είχα κλείσει σε ένα κουτάκι μέσα στο μυαλό μου και δε τα είχα ανασύρει εδώ και πολύ καιρό.

Δεν είμαι σίγουρη για το τί μας ωθεί να "κλειδώνουμε" το χρόνο εκεί που θέλουμε. Ίσως μια τραυματική εμπειρία, ένα ισχυρό πλήγμα να μας "κολλάει" σε ένα σημείο. Για μένα ήταν πάντα δύσκολο και ψυχοφθόρο να παραμένω σε μία κατάσταση που μου ήταν δυσάρεστη. Πάντα προσπαθουσα να ξελασπώσω. Δεν ξέρω αν αυτό με καθιστά αναίσθητη, όμως, έχω την ανάγκη να αμυνθώ. Κάτι σαν ένστικτο αυτοσυντήρησης το νιώθω. Αν κάποιος μου τραβήξει το... χαλάκι, θέλω να ξανασηκωθώ. Είτε υπάρχει το χέρι που θα με βοηθήσει, είτε όχι. Για πόσο μπορεί κάποιος να μείνει πεσμένος; Δε φοβάται ότι θα τον ποδοπατήσουν άλλες καταστάσεις; Και πόσο είναι διατεθειμένος να αφήσει τη "μπάλα" να τον παρασύρει; Για πόσο καιρό;